παραδοξάζω

παραδοξάζω
ΜΑ
καθιστώ κάτι περίφημο, αξιοθαύμαστο, έκτακτο, εκπληκτικό («τὸν κύριον εὐλόγουν τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῡ τόπον», ΠΔ)
αρχ.
θέτω διακριτικό σημείο με σκοπό να διακρίνω κάτι και, συνεκδοχικά, διακρίνω, ξεχωρίζω («παραδοξάσω ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τὴν γῆν Γεσέμ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + δοξάζω «νομίζω, θεωρώ» (< δόξα «γνώμη»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραδοξάσει — παραδοξάζω make wonderful aor subj act 3rd sg (epic) παραδοξάζω make wonderful fut ind mid 2nd sg παραδοξάζω make wonderful fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξάσω — παραδοξάζω make wonderful aor subj act 1st sg παραδοξάζω make wonderful fut ind act 1st sg παραδοξάζω make wonderful aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξάζοντα — παραδοξάζω make wonderful pres part act neut nom/voc/acc pl παραδοξάζω make wonderful pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξάσομαι — παραδοξάζω make wonderful aor subj mid 1st sg (epic) παραδοξάζω make wonderful fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξάζειν — παραδοξάζω make wonderful pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξάσας — παραδοξά̱σᾱς , παραδοξάζω make wonderful fut part act fem acc pl (doric) παραδοξά̱σᾱς , παραδοξάζω make wonderful fut part act fem gen sg (doric) παραδοξάσᾱς , παραδοξάζω make wonderful aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παραδοξασμός — ὁ, Α [παραδοξάζω] αντικείμενο θαυμασμού …   Dictionary of Greek

  • παραδόξασμα — τό, Μ [παραδοξάζω] παράδοξο συμβάν, θαύμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”